- ὑβάλης
- ὑβάλης, ὁ,A = λάγνος, Hsch.; so [full] ὑβαλλήν, Theognost.Can.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υβάλης — και ὑβάλλης Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ λάγνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. συβάλλας] … Dictionary of Greek
ὑβάλη — ὑβάλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβαλλήν — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑβάλης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὑβάλλης (βλ. συβάλλας)] … Dictionary of Greek